- κηροχίτων
- κηροχίτων, -ωνος, ὁ, ἡ (Α)ο περιβεβλημένος με κηρό, κέρινος («λαμπάδα κηροχίτωνα», Ανθ. Παλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + -χίτων (< χιτών), πρβλ. σιδηρο-χίτων, χαλκο-χίτων].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κηροχίτωνα — κηροχίτων clad in wax masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CEREUS — I. CEREUS Paschalis, in Communione Romana dicitur, cui in Sabatho Paschatis a Diacono benedicitur et qui novô igne accenditur, auctore Zosimô Pontifice Romano, ut Amalarius, Rupertus, Durandus, Sigebertus, volunt. Baronius vero ad A. C. 418. n.… … Hofmann J. Lexicon universale
κηρός — ο (ΑΜ κηρός) το κερί τών μελισσών, λιπαρή, εύπλαστη και εύτηκτη ουσία που γίνεται σκληρή και εύθραυστη σε ψυχρό περιβάλλον, γνωστή κυρίως ως προϊόν τών μελισσών, από το οποίο αυτές κατασκευάζουν τις κηρήθρες τους («παῑς χερσὶ ταῑς ἑαυτοῡ κηρὸν… … Dictionary of Greek
χιτώνας — Εσωτερικό ένδυμα που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες και οι Ρωμαίοι. Στους μινωικούς λαούς, ο χ. ήταν είδος περισκελίδας, από τη μέση μέχρι τα πόδια, και στους μυκηναϊκούς κοντό πουκάμισο χωρίς μανίκια, που έφτανε μέχρι τους αστραγάλους. Τον… … Dictionary of Greek